πειρατήριος

πειρατήριος
πειρ-ᾱτήριος, [dialect] Ion. [pref] πειρητ-, ον,
A tentative : directed to production, c. gen.,

θεραπεῖαι κυήσιος -ήριοι Hp.Steril.217

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πειρατήριος — και ιων. τ. πειρητήριος, ον, Α 1. ο δοκιμαστικός, αυτός με τον οποίο δοκιμάζει κάποιος κάτι 2. (κατά άλλη ερμ.) αυτός που κατατείνει προς κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πειρῶ / ῶμαι + επίθημα τήριος (πρβλ. θηρα τήριος)] …   Dictionary of Greek

  • πειρατήριον — πειρᾱτήριον , πειρατήριον trial neut nom/voc/acc sg πειρατήριος tentative masc/fem acc sg πειρατήριος tentative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπειρατηρία — και ιων. τ. καταπειρατηρίη, ἡ (Α) 1. ναυτικό όργανο με το οποίο μετρούν το βάθος τής θάλασσας, ναυτική βολίδα, σκαντάλι 2. επιγρ. (πιθ. ερμ.) παλαμάρι τής άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + *πειρατηρία (θηλ. τού πειρατήριος < πειρῶμαι… …   Dictionary of Greek

  • πειρατήριον — τὸ, ΜΑ, ιων. τ. πειρητήριον Α μσν. βασανισμός, βασανιστήριο αρχ. 1. μέσο δοκιμασίας, δοκιμής 2. βάσανος, έλεγχος, δοκιμή 3. πειρασμός, παραπλάνηση 4. ορμητήριο πειρατών 5. πειρατική συμμορία. [ΕΤΎΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ.… …   Dictionary of Greek

  • πειρατηρίοις — πειρᾱτηρίοις , πειρατήριον trial neut dat pl πειρατήριος tentative masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρατηρίου — πειρᾱτηρίου , πειρατήριον trial neut gen sg πειρατήριος tentative masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρατηρίων — πειρᾱτηρίων , πειρατήριον trial neut gen pl πειρατήριος tentative masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρατηρίῳ — πειρᾱτηρίῳ , πειρατήριον trial neut dat sg πειρατήριος tentative masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρατήρια — πειρᾱτήρια , πειρατήριον trial neut nom/voc/acc pl πειρατήριος tentative neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”